«Γενναιόδωροι Αϊτινοί … τέκνα της Αφρικής … ελάτε να μας βοηθήσετε»: Αδαμάντιος Κοραής και Αϊτή, στο μεταίχμιο μύθου και ιστορίας || ΜΑΡΙΝΑ ΜΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Στην κορύφωση της επετείου των διακοσίων χρόνων από την επανάσταση του 1821 διακινήθηκε ευρέως στη δημοσιότητα μια μικρο-ιστορία, που μέχρι πρόσφατα βρισκόταν στο περιθώριο του επίσημου αφηγήματος για την ελληνική εξέγερση: η Αϊτή,  νησιωτικό κράτος  της Καραϊβικής  και πρώην αποικία των γάλλων, κέντρο  διακίνησης και εγκατάστασης μαύρων δούλων από την Αφρική προκειμένου αυτοί να δουλεύουν στις  φυτείες καφέ και ζάχαρης των γάλλων αποικιοκρατών, υπήρξε η πρώτη χώρα που συμμερίστηκε τον πόθο για ελευθερία των υπόδουλων Ελλήνων. Σ’ αυτό το μακρινό νησί, μόλις είκοσι χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση (1791)  και στον απόηχο των  προταγμάτων της  επανάστασης που δονούσε την  αποικιακή μητρόπολη για ελευθερία και ισότητα,   είχε ξεσπάσει η πρώτη επανάσταση των «σύγχρονων σκλάβων» που διεκδικούσαν κοινωνική χειραφέτηση. Λίγο αργότερα (1804) και μετά από τη νικηφόρο  αναμέτρηση με τη στρατιά του Ναπολέοντα που είχε σπεύσει για να τους καταστείλει,  οι «μαύροι Γιακωβίνοι» κήρυξαν την ανεξαρτησία τους  από τη γαλλική μητρόπολη, ιδρύοντας το κράτος του Χαητίου, κατά τη διατύπωση των ελλήνων λογίων του 19ου αι. Στις 15 Ιανουαρίου 1822  ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Αϊτής  Μπόγερ (Jean Pierre Boyer)   απέστειλε στους  «πολίτας  της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Χ. Κλονάρην» επιστολή αναγνώρισης της Ελληνικής Επανάστασης και της Ελλάδας  ως ανεξάρτητου κράτους.

Την επιστολή του Αϊτινού προέδρου, που στο πλαίσιο του φετινού εορτασμού εκτέθηκε ως ένα από τα πρώτα επίσημα  διπλωματικά τεκμήρια που οπλίζουν με διεθνή ισχύ το 1821, περιβάλλει η αχλή ενός θρύλου. Καίτοι κατεστραμμένη οικονομικά η Αιτή, λέγεται πως συνόδευσε τη χειρονομία αναγνώρισης με την αποστολή 45 τόνων  κόκκους καφέ, τα χρήματα από την πώληση των οποίων θα δίνονταν ως οικονομική συνδρομή για τις ανάγκες του Αγώνα, καθώς και με την αποστολή 100 εθελοντών- πολεμιστών ως έμψυχου υλικού για τον ίδιο σκοπό. Οι Αϊτινοί θαλασσινοί πολεμιστές λέγεται πως   χάθηκαν  όλοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ελλάδα.

Το σύγχρονο ενδιαφέρον για την  Αϊτή δεν συνοδεύεται μόνον από το αίτημα για μια θέση της  αδελφής επαναστατημένης χώρας και ανιδιοτελούς αρωγού του ελληνικού Αγώνα  στον  κατάλογο εκείνων προς τους οποίους το ελληνικό έθνος  οφείλει ένα επίσημο ευχαριστώ. Κυρίως αποτελεί μία ένδειξη πως  η κοινή γνώμη, παίρνοντας αποστάσεις από τη μέχρι πρόσφατα ηγεμονική εθνοκεντρική προσέγγιση,   επιζητά πλέον έναν νέο τρόπο κατανόησης του ελληνικού  επαναστατικού momentum και μια νέα θεώρηση  του 1821 ως συμβάντος ενταγμένου στο ευρύτερο πλαίσιο του 19ου αι., της εποχής των εθνικών και φιλελεύθερων εξεγέρσεων  στη Νότιο Ευρώπη και Αμερική.

Σ΄ αυτόν τον ευρύτερο ορίζοντα αναπλαισιωμένη με τη σειρά της αυτή η μικρο-ιστορία επαναστατικής αλληλεγγύης μεταξύ δύο χωρών  αποκτά ενδιαφέρον όχι  μόνο κατά το μέτρο που μας μεταφέρει κάτι που είναι (ή δεν είναι)  ιστορικά έγκυρο, αλλά και   γιατί μας επιτρέπει να αναλογιστούμε μέσα σε ποιο διανοητικό κλίμα  και με ποια ιστορικά υλικά έχει πλαστεί  μια ιστορία πολιτικής φιλίας που  θα ήταν  (θα μπορούσε να είναι )  πειστική.

Δημιουργώντας την έννοια μίας  «τρυφερής φιλίας».

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ανέκυψε το ζήτημα της βοήθειας προς τους επαναστατημένους έλληνες. Τούτη έπρεπε να οργανωθεί γύρω από τρεις άξονες: τον υλικό (στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση), τον πολιτειακό (συμβουλές για την οργάνωση του νέου  κράτους) και τον πολιτικό (αναγνώριση της ανεξαρτησίας του κράτους των Ελλήνων). Κατά τα κρατούντα σε διεθνές επίπεδο   η παροχή στρατιωτικής βοήθειας συνήθως είχε πολιτικές προεκτάσεις, θεωρούμενη ως μορφή de facto αναγνώρισης της πολιτικής οντότητας που ζητούσε ενίσχυση. Ο   Αδαμάντιος Κοραής, ήδη γνωστός άνθρωπος των γραμμάτων, θα απευθυνθεί,  είτε ατομικά είτε για λογαριασμό του Παρισινού Ελληνικού Κομιτάτου, από το Παρίσι, σε επιφανείς προσωπικότητες με τις οποίες έχει  επαφή προκειμένου να τους παροτρύνει να αποστείλουν  κάποιας μορφής υλική  βοήθεια προς την Ελλάδα.

Μια από τις πρώτες επιστολές, χρονολογημένη στις 20 Αυγούστου 1821, απευθύνει ο Κοραής ως εκπρόσωπος ενός συλλογικού  υποκειμένου (τα τέκνα της Ελλάδος), μιλώντας στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο,  «προς τον Εξοχότατον  Πρόεδρον και τους πολίτας της Δημοκρατίας του Αίτι».[1] Το αίτημα συνοψίζεται στο τέλος της επιστολής ∙ είναι η  πολεμική (ναυτική) ενίσχυση του Ελληνικού Αγώνα: «γενναιόδωροι Αϊτινοί, έχετε δοκιμάσει τις θλίψεις της δουλείας που μέχρι πρότινος σας συνέθλιβε. Τέκνα αυτής της Αφρικής, οι ακτές της οποίας της οποίας γειτνιάζουν με την Ελλάδα, ελάτε να μας βοηθήσετε:  έχουμε ανάγκη από τριάντα χιλιάδες ντουφέκια και οικονομικούς πόρους και αν αυτή η δωρεά ή το δάνειο συνδυαστεί  με την άφιξη ενός από τα τάγματά σας, η όψη αυτών των ανδρείων  που έχουν προστρέξει από τα βάθη της Αμερικής, θα προκαλέσει τρόμο στην ψυχή των δειλών σφαγέων μας. Το νησί της Ύδρας είναι το λιμάνι στο οποίο μπορείτε να κατευθύνετε τη βοήθειά σας.Θ κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας την ευγνωμοσύνη μας. Μία τρυφερή φιλία θα παγιωθεί ανάμεσα στους απογόνους σας και τους δικούς μας μέχρι το απώτατο μέλλον» . [2]

Στην επιστολή είναι παρόντα όλα όσα χρειάζεται η συνταγή ενός μαχόμενου φιλελληνισμού:  η διαρκής οφειλή της σημερινής Ευρώπης στην αρχαία Ελλάδα, ως μήτρας των τεχνών, της φιλοσοφίας και των επιστημών,  η υπεροχή του πολιτισμού της Δύσης ως πολιτισμού της ελευθερίας στον οποίον έχουν δικαίωμα  όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι, η συνέχεια μεταξύ αρχαίας και νέας Ελλάδας, μεταξύ .

Κυρίως όμως υπάρχει η προσπάθεια να σμιλευθεί μία αίσθηση εγγύτητας και μία φιλότητα μέσω μιας διαδικασίας συσχετισμών και ανάδειξης κοινών χαρακτηριστικών μεταξύ της ελληνικής και της αϊτινής υπόθεσης. Οι δύο λαοί  είναι για πάνω από τριακόσια χρόνια δούλοι (υπόδουλοι)  απόγονοι (τέκνα) ελεύθερων προγόνων και στους δύο εφαρμόζεται  εφαρμογής το σχήμα παρακμή (ξεπεσμός) και  ανάσταση (αφύπνιση). Οι δύο επαναστάσεις κατανοούνται ως πάλη ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα (τυραννία, αυθαιρεσία), ενώ δυνάμει μιας ιδιαίτερης πολιτικής θεολογίας οι δύο εξεγέρσεις, τελικά,  αποτελούν σχέδιο της θείας πρόνοιας.

Το κυρίαρχο στοιχείο ωστόσο  του κειμένου  είναι  ο  διεθνικός χαρακτήρας του πατριωτισμού και του φιλελευθερισμού. Η Ελληνική Επανάσταση δεν είναι (μόνον) μία ελληνική υπόθεση αλλά κοινή υπόθεση μίας φιλελεύθερης διεθνούς της μεταναπολεόντειας εποχής, που αντιλαμβάνεται τον αγώνα για ελευθερία ως  συλλογική προσπάθεια που υπερβαίνει τα σύνορα υπαρκτών κρατών. Την έννοια της διεθνούς αλληλεγγύης ενδυναμώνουν οι εκατοντάδες εθελοντές, οι περισσότεροι πρόσφυγες και εξόριστοι των ηττημένων  ναπολιτάνικων και πεδεμοντέζικων  δημοκρατικών επαναστάσεων που έσπευδαν στο πλευρό της Ελλάδας.  Αυτή η θάλασσα των επαναστατών-νομάδων σπέρνει την επαναστατική ώθηση μεταξύ των ηπείρων δημιουργώντας έναν ζωντανό δεσμό μεταξύ των μεσογειακών εξεγέρσεων και κάποιες φορές μεταξύ της Μεσογείου και των ομόχρονων αντιαποικιακών επαναστάσεων στη Νότιο Αμερική. Το επαναστατικό συνεχές προϋποθέτει μια κρίσιμη συνειδητοποίηση:  η ελευθερία του ενός εξαρτάται από την ελευθερία του άλλου, με τον ίδιον τρόπο που εξελίξεις στον έναν τόπο εμπνέουν συμβάντα στον άλλον: «εάν υποκύψουν οι Ελλήνες η ελευθερία θ εξοριστεί από την Ευρώπη. Και το τότε ο Μακιαβελισμός θα κατεύθυνε τις προσπάθειές του εναντίον της Αμερικανικής ελευθερίας».

Οι προσκυνητές του διεθνικού risorgimento που κυκλοφορούν από τόπο σε τόπο μεταφέρουν από στόμα σε στόμα καινούργιες λέξεις: πολιτική ελευθερία, λαϊκή κυριαρχία, εθνική κυριαρχία και  από χέρι σε χέρι σύμβολα και εμβλήματα. Κραυγάζοντας το ίδιο με τους Έλληνες σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος»  γραμμένο στη γαλλική σημαία από την οποία είχε αφαιρεθεί η λευκή κορδέλα, το χρώμα της οποίας παρέπεμπε στη δυναστεία των Βουρβώνων, ο μαύρος στρατηγός Dessalines  θα νικήσει το 1803 το γαλλικό στρατό του στρατηγού Leclerc, διεκδικώντας δίπλα στη «Γαλλία των Φιλοσόφων» να εγερθεί   η «Γαλλία των Σκλάβων».  Δεν είναι τυχαίο πως ο Κοραής θα τονίσει στον Αϊτινό πρόεδρο τη απόφαση των επαναστατών για «ελευθερία ή θάνατο» και στο ελληνικό επαναστατικό περιβάλλον.

Η Αϊτή είναι κομμάτι της γαλλικής ιστορίας, είναι όμως και κομμάτι της ρεπουμπλικανικής Αμερικής, προς την οποία ο Κοραής  έχει στραμμένο το βλέμμα του, καθώς,  απογοητευμένος από την κατάσταση στην Ευρώπη, προσπαθεί να πετύχει τη σύνδεση της Ελληνικής Επανάστασης με τα επαναστατικά κινήματα των χωρών του Νέου Κόσμου.  Όπως δηλώνει:  «Από τον Νέον Κόσμο αναμένει η ανθρωπότης την ανακαίνισίν της». «Στρέψε τους οφθαλμούς σου εις τους αποκτήσαντας την  ελευθερίαν και τους αγωνιζομένους  να την αποκτήσωσιν Αμερικανούς», συμβουλεύει σε επιστολή του στις 2 Αυγούστου 1825 τους Έλληνες αξιωματούχους, «του Βολιβάρου αι νίκαι δεν είναι ολιγώτερον θαυμασταί…δεν ελαμπρύνθη όμως δι’ αυτάς ο Βολιβάρος ουδέ τ’ όνομά του μέλλει να μείνει εις γενεάς γενεών αοίδιμον διότι ενίκησεν Ισπανικά στρατεύματα πολύ τακτικώτερα παρά τα μωρά των Τούρκων ανδραποδικά μαζεύματα, αλλά διότι ενίκησεν τα πάθη του κ’ έγινε παράδειγμα δικαιοσύνης   εις όλους τους συμπολίτας,  ακολουθήσας αυτός παράδειγμα τους ημετέρους Αριστείδας και Φωκίωνας και τους νεώτερους της Αμερικής ήρωας, τους Βασικτώνας, Γεφερσώνας, Φραγκλίνους και τον ένδοξον αυτών σύμμαχον, τον Λαφαϊέτην».[3]

Η  «τρυφερή φιλία» στη δοκιμασία της ιστορικής λογικής   

Ο πρόεδρος της νεαρής δημοκρατίας στην επιστολική απάντησή του στις 15 Ιανουαρίου 1822 θα αποκαλέσει τον αγώνα του 21 μία «ωραία και δίκαιη υπόθεση», θα επαινέσει τους απογόνους του Λεωνίδα για τη γενναιότητά τους, θα δηλώσει ωστόσο αδυναμία υλικής ανταπόκρισης λόγω δυσκολιών στο εσωτερικό του κράτους του. Θα υποσχεθεί πως μόλις βελτιωθούν τα πράγματα  θα σπεύσει να βοηθήσει. [4] Η έκρηξη της ελληνικής επανάστασης έχει συμπέσει με την επέκταση της αϊτινής κυριαρχίας στο ισπανικό και οικονομικά εξαντλημένο κομμάτι του νησιού,  το Santo Domingo, ενώ η κρίσιμη για την ίδια την κρατική υπόσταση της Αιτής γαλλική και διεθνής αναγνώρισή της εκκρεμεί. Μόλις το 1825 και με ιδιαίτερα επαχθείς όρους θα εξασφαλίσει τη γαλλική αναγνώριση η Αϊτινή  Δημοκρατία.

Η ιστορική πραγματικότητα λέει επίσης πως η πρώτη χώρα που θα αναγνωρίσει την Ελλάδα είναι η Αμερική και η  πρώτη επίσημη δήλωση υπέρ του αγώνα του 21 θεωρείται το διάγγελμα του προέδρου της Αμερικής James Monroe  προς το 17ο Κογκρέσο στις 22 Δεκεμβρίου 1822, στο οποίο υποστήριξε την ανάγκη αυτοδιάθεσης των λαών. Η δήλωση αυτή θα αποτελέσει ευκαιρία για τους έλληνες ώστε να εξασφαλίσουν την  πρώτη δημόσια αναγνώριση του ελληνικού κράτους.

Παραμένοντας κοντά στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε βάσιμα να υποθέσουμε πως  οι μαύροι πολεμιστές, ακόμη και αν το ήθελαν,  μάλλον θα αποθαρρύνθηκαν στο να ξεκινήσουν τελικά το ταξίδι προς την εξεγερμένη Ελλάδα, που πρωτίστως επεδίωκε την αναγνώρισή της από τη λευκή, μοναρχική Ευρώπη της μεταναπολεόντειας εποχής.   Όσο δε  για την προσφορά των κόκκων καφέ για την ενίσχυση του αγώνα μια μνεία στο Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του Ιωάννου Φιλήμονος  γεννά μια υπόθεση, η οποία όμως χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Το Φιλελληνικό Κομιτάτο των Παρισίων  ενημερώνοντας για τις δράσεις του  υπέρ του ελληνικού αγώνα τον  στενό συνεργάτη του Κοραή Νεόφυτο Βάμβα που βρίσκεται στην Ελλάδα,   κάνει λόγο για μια «έντιμον συμμαχίαν» με τους Αϊτινούς, την οποία πέτυχε χάρις στην μεσολάβηση του «Σεβάσμιου Γρηγόριου του πρώην Βλαισών [Blois]».[5]  Πρόκειται για τον abbé Henri Grégoire, καθολικό ιερέα και πολιτικό άνδρα της γαλλικής επανάστασης, πρόσωπο του στενού κύκλου του Κοραή, ο οποίος διακρίθηκε στον αγώνα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των μαύρων όσο και για τη φιλελληνική του δράση.  Ως «πνευματικός πατέρας και οδηγός» για τους Αϊτινούς έπαιξε τον ρόλο του κρίσιμου ενδιάμεσου, ο οποίος ίσως και να επεκτεινόταν και σε εμπορικές ή μη δοσοληψίες με  καφέ στις οποίες ίσως να εμπλέκονταν και ελληνικοί  κύκλοι συνδεόμενοι με την Επανάσταση.

Οι δύο επαναστάσεις,  που στα μάτια του Κοραή θα μπορούσαν να δέσουν μια τρυφερή φιλία,  θα διαβαστούν στη συνέχεια μέσα από διαφορετικά πρίσματα. Η Ελληνική Επανάσταση θα κανονικοποιηθεί ως διαδικασία που οδήγησε έναν προμοντέρνο σχηματισμό  σ’ αυτό που αποκλήθηκε δυτική νεοτερικότητα.  Η, πιο σύνθετη, πρόσληψη της αϊτινής  περίπτωσης θα ταλαντευθεί ανάμεσα σε δύο άκρα: από την πλήρη ανυποληψία και αποσιώπηση στην μυθική διόγκωση –«η μεγαλύτερη νικηφόρα εξέγερση δούλων στην παγκόσμια ιστορία»- ή (και) την εξωτικοποίησή της ως γέννημα αποκλειστικά της αφρικανικότητας (négritude)  της αϊτινής κουλτούρας.  Σε κάθε περίπτωση η ελληνική επανάσταση θα θεωρηθεί το  συμβάν που οδήγησε ένα λαό στην εποχή του διαφωτισμού, η Αϊτινή Επανάσταση θα αποτελεί το συμβάν που εισάγει την «δύσκολη»  παράμετρο της φυλής στα φιλελεύθερα προτάγματα της ελευθερίας και της ισότητας στον αιώνα των επαναστάσεων.

*******

Εδώ και διακόσια χρόνια  τα κράτη που θεμελίωσαν οι δύο  πρώιμες επαναστάσεις του 19ου αιώνα, η Αιτή και η Ελλάδα,  πορεύονται το χωριστό τους  ταξίδι στην Ιστορία σταματώντας το καθένα  σε διαφορετικούς σταθμούς.  Ο πόθος της ελευθερίας,   το κοινό ιδρυτικό τους θεμέλιο,  ζει πλέον μια δεύτερη ζωή στις ζωές των σημερινών προσφύγων  που, σαν τα φαντάσματα των αναμενόμενων μελαμψών  Αϊτινών πολεμιστών του μύθου, προβάλλουν μέσα  από τη θάλασσα, ξεκρέμαστοι ανάμεσα στη  βαρβαρότητα και τον πολιτισμό.

Έλληνες  και Αϊτινοί μπορεί να μην συναντήθηκαν τελικά ποτέ ως συμπολεμιστές στα επαναστατημένα ελληνικά ύδατα το 1821,  όμως ταξίδια συνάντησης, ανακαινίσεις οραματισμών και ανταλλαγές βιωμάτων και συγκινήσεων,  όπως στον καιρό των επαναστάσεων, μπορούν να πραγματοποιούνται  στο κοινό αρχιπέλαγος  της γραφής.  Τα πλοία, στα οποία μπαρκάρουν όσοι ταξιδεύουν στα νερά του, μπορεί να ονομάζονται San Dominick σαν το δουλεμπορικό πλοίο επί του οποίου έγινε η ανταρσία των μαύρων σκλάβων στο διήγημα του Herman Melville, ενώ από την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας  ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος μπορεί να απευθύνει εγερτήριο σάλπισμα  στον «ωραίο σαν Έλληνα»  Μπολιβάρ   και στη  μεγάλη οικογένεια των πολιτικών εθνών που το όραμά του δημιούργησε :

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορυφή του βουνού  Έρε,

Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Υδρας.

Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,

Μέχρι κει κάτω, πέρα απ΄ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,

Αλλά και μέχρι του Παναμά,   της Γουατεμάλα, της Νικαράγουα, του Οντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, του Περού, της Βενεζουέλας….

Στο κάλεσμα αυτό, οι σημερινοί  τιμώμενοι, στην απέναντι της  Ύδρας νήσο των Σπετσών, Αϊτινοί πολεμιστές της ελευθερίας,   δηλώνουν το παρόν.

[1] «Ημείς εδώθεν εκάμαμεν ό,τι η απομόνωσίς  μας από τον κόσμον και ο ιδιωτικός μας βίος εσυγχώρεσεν. Επέμψαμεν  αναφοράν εις το όνομα της Μεσσηνιακής βουλής εις την Φιλαδέλφειαν, και απαιτήσαμεν εις όνομά μας και την συνδρομήν της Χαϊτικής πολιτογραφίας∙  εστείλαμεν κατ’ αυτάς εις Λόνδραν  τον λόγιον Πίκκουλον δια να συνομιλήσει με τους εκεί φιλελευθέρους..» Επιστολή αρ. 823, Προς Νεόφυτον Βάμβαν (Υδραν),  σε  Άπαντα Κοραή, τ. Β, επ. Γ. Βαλέτας, σειρά Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, εκδ. Δωρικός, Αθήνα, 1960

[2] Επιστολή αρ. 821, ,οπ. παρ.

[3] Βλ. Επιστολή αρ. 1007,  Προς τους Έλληνας ταγούς, Άπαντα Κοραή, οπ. παρ.

[4] βλ. Επιστολή αρ. 837, Άπαντα Κοραή, οπ. παρ.

[5] «Ο σεβάσμιος Γρηγόριος ο πρώην Βλαισών, όστις έχει μεγάλην  ισχύν  είς εκείνην την πολιτείαν [Αιτη], είχε συστήσει το  γράμμα μας [επιστολή Κοραή] και μεταχειρίσθη όλην την ευγλωττίαν του, παρακινών τους Αιτινούς είς τοιαύτην έντιμον συμμαχίαν».  Βλ. Ιωάννου Φιλήμονος,  Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως Αθήνα, 1861, τ. 4ος , σ.20.